αναφυτευω

αναφυτευω
    ἀναφυτεύω
    ἀνα-φῠτεύω
    вновь сажать
    

(τοὺς χρησίμους εἰς προσφορὰν καρπούς Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναφυτευω" в других словарях:

  • αναφυτεύω — (Α ἀναφυτεύω) φυτεύω πάλι, ξαναφυτεύω νεοελλ. μεταφυτεύω …   Dictionary of Greek

  • αναφυτεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, ξαναφυτεύω: Πολλές περιοχές αναφυτεύτηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφυτεύῃ — ἀναφυτεύω plant pres subj mp 2nd sg ἀναφυτεύω plant pres ind mp 2nd sg ἀναφυτεύω plant pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυτεύει — ἀναφυτεύω plant pres ind mp 2nd sg ἀναφυτεύω plant pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαναφυτεύω — φυτεύω ξανά, αναφυτεύω, μεταφυτεύω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»